Δευτέρα, Δεκεμβρίου 22, 2008

Καλά Χριστούγεννα...


Χριστός γεννάται, δοξάσατε

Χριστός εξ ουρανών, απαντήσατε

Χριστός επί γης, υψώθητε

άσατε τω Κυρίω πάσα η γη

και εν ευφροσύνη

ανυμνήσατε, Λαοί,

ότι δεδόξασται.





Η εικόνα είναι του αείμνηστου φίλου Κωνσταντίνου Αρμενόπουλου, αγιογράφου.

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 17, 2008

Αναδημοσίευση

Αναδημοσιεύεται από το δικτυακό τόπο: www.liantinis.gr [http://www.liantinis.gr/content.php?id=143]



Στίχος Παιδαγωγός (προδημοσίευση)

Απόσπασμα από το βιβλίο του Ηλία Αναγνώστου* Στίχος Παιδαγωγός

(προδημοσίευση)



Γενναιόδωρα πίσω μου έριξα

την Ισχύ και τη Γνώση

Ο. Ελύτης Άξιον Εστί (Δ΄)



Μια απλή, περιηγητική ανάγνωση των κειμένων[1] τα οποία προσδιόρισαν στο μήκος του χρόνου την Παιδεία μας, θα έφερνε στο φως πολλά πράγματα. Μια μελέτη των κειμένων αυτών, σύμφωνα μ’ αυτό που γλωσσολόγοι και φιλόσοφοι ονομάζουν ανάλυση[2], θα έδινε περισσότερα. Προοδευτικά και σιγά-σιγά απαλείψαμε απ’ τα κείμενα αυτά λέξεις-έννοιες σχετικές με το μέλλον της νεότητας όπως: μούσες, αρετή, γενναιότητα, ηρωισμός, αρμονία, έθος, ελευθερία, ευψυχία κ.ά. και τις αντικαταστήσαμε με άλλες όπως: δεξιότητες, διαχείριση και αξιοποίηση της γνώσης, καινοτόμες δράσεις, δυναμική του συστήματος, αποτελεσματικότητα, μετάβαση, επιχειρηματικότητα κτλ. κτλ.

Πασπαλίσαμε δηλ. τις μούσες μας με τη δυτικής προέλευσης χρυσόσκονη του “αφελούς” παραμυθιού και θαμπωθήκαμε. Κι ούτε που θυμούμαστε καν την παρένθεση στην τέταρτη Ωδή των Λυρικών του Κάλβου[3]. Ρασοφορήσαμε την αρετή με σκελέες κι αναξυρίδες και ρακοφορήσαμε. Κι ούτε που παίρνουμε στα σοβαρά τις τέσσερις [4] -κατά τον Ελύτη- ορθές της γωνίες. Από-ρίψαμε στον κάδο της λήθης την α-λήθεια της γενναιότητας και του ηρωισμού κι ούτε που νιώθουμε τις κεντιές από τις αιχμές των δοράτων των Θερμοπυλομάχων[5] του Καβάφη ή τα κεντήματα του έρωτα στην ηρωική καρδιά τού Γιωργή τής Μπούρμπαινας[6] ή του μπαρμπα-Γιαννιού του (γ)έρωντα του Παπαδιαμάντη μας. Δειπνήσαμε την αρμονία στις “λίγο απ’ όλα” τράπεζες των πνευματικών μεταπρατών και κλείσαμε τ’ αυτιά μας στις συγχορδίες της φθινοπωρινής βροχής και τις ελεγείες των κυμάτων. Αποδημήσαμε απ’ τον τόπο των εθών μας και συγχρωτιστήκαμε στις μυρίαδρες και μυριάχρωμες αγορές της ιουδαιοχριστιανικής ηθικής. Στενέψαμε το χιτώνα της ελευθερίας, τη φραγκοράψαμε και λησμονήσαμε εκείνο το «εύδαιμον το ελεύθερον, το δ’ ελεύθερον το εύψυχον»[7] του ολιγόφιλου[8] και στρυφνού φιλοσόφου της σκηνής[9]. Στους πρόσφατους, ιδιαίτερα, καιρούς αντιμετωπίζουμε τη νέα γενιά με τρόπο κυρίως χρηστικό, προετοιμάζοντας ανθρώπους εμπορεύσιμους, διεκπεραιωτές έργων, προσφέροντας γνώση εργαλειακή. Σ’ αυτόν τον προσανατολισμό υιοθετήσαμε πλάνα μοντέλα και πλάνα συστήματα, για να τα αντικαταστήσουμε σύντομα με άλλα πλάνα κι άλλα μοντέλα κι άλλα συστήματα. Κι ολοένα η αντικατάσταση αυτή στις μέρες μας συμβαίνει συχνότερα. “Φιλανδίες” και “Πίζες”, ανάλογα με τις μόδες και τα συμφέροντα των ηγεσιών, που τις περισσότερες φορές πλασάρονται ως κατακτήσεις της επιστήμης. Η θωράκιση του προσωπικού των σχολείων μας βρίθει από θεωρίες, γνώμες, απόψεις και σχήματα, που συγκροτούνται για να συγκροτηθούν και πολύ σύντομα να οξειδωθούν και να καταρρεύσουν. Κατασκευάσματα, για τις αποσκευές των ιδεών των ίδιων των κατασκευαστών τους. Πυγολαμπίδες και πυροτεχνήματα στο μήκος του χρόνου. Περίφλοια και τσέφλοια. Παρόλες για ανακύκλωση, που δεν προσθέτουν για τον άνθρωπο τίποτα, και που την επομένη δεν θυμάται πια κανείς. Δικαιοσύνη˙που θα ’λεγε κι ο Σεφέρης[10]. Κάποιοι, κάποτε το αναφέρουν για την επιστήμη τους: “Μια μελέτη για την επίδραση του Béranger στο Ιράν μπορεί άνετα να οδηγήσει κάποιον στον τίτλο του διδάκτορα, δε διευρύνει όμως την πραγματική κληρονομιά της συγκριτικής γραμματολογίας”[11]. Κι άλλοι, για τη διανοητική υπερτροφία, τα θολά ιδεολογικά αμαλγάματα και το ακαδημαϊκό νεκροτομείο της Εσπερίας, ομολογούν: “με συγχωράτε κ. Ντεριντά αλλά δεν σας καταλαβαίνω”[12].



Κάποιες τέτοιες στιγμές θυμούμαι τον «ελληνικό ελληνισμό» και την κυκλοφορία της «κάλπικης μονέδας» που έλεγε ο Σεφέρης. Και ξαναδιαβάζω το Διάλογο: «Ο Οδυσσέας του Ντάντε, Η Αφροδίτη κι ο Άδωνις του Σαίξπηρ, η Φαίδρα του Ρακίνα, ο Υπερίων του Χέλντερλιν, ανεξάρτητα από την οικουμενική καλλιτεχνική τους αξία, είναι φυσιογνωμίες που ανήκουν ουσιαστικά στην εποχή και στη φυλή των δημιουργών τους και έχουν μόνο σαν εξωτερική αφορμή και επιφάνεια τον ελληνισμό. Εμείς όμως, σπρωγμένοι από πάρα πολύ αξιέπαινες προθέσεις, φλεγόμενοι από τον πόθο να ξαναφέρουμε στην Ελλάδα ό,τι ελληνικό, βλέποντας επιφάνειες ελληνικές, κουβαλούσαμε πίσω, χωρίς να πάμε βαθύτερα, χίλιες αλλότριες αξίες που βέβαια δεν είχαν καμιά σχέση με τον τόπο μας»[13].



Κι όπως το Σχολείο –όπως δίκαια λένε- αποτελεί μέρος της ευρύτερης κοινωνίας, το ίδιο ακριβώς –και σε μεγαλύτερο μάλιστα βαθμό- συμβαίνει και μ’ αυτήν (την ευρύτερη δηλ. κοινωνία), της οικογένειας μη εξαιρουμένης. Στην παραζάλη τής ανάπτυξης (διάβαζε οικονομικής) και στην αγωνία συγκρότησης υποκειμένων δεκτών και αποδεκτών από την αγορά εργασίας, ο νέος άνθρωπος αντί να μορφώνεται, συμ-μορφώνεται και παρά-μορφώνεται. Το οικονομικό κέρδος έχει αναχθεί ως η ύψιστη αξία. Ξέρω, δε λέω τίποτα καινούριο και δεν έχω καθόλου την αίσθηση, ότι θα πω όσα θέλω να πω σχετικά με το θέμα. Όταν, όμως, μπαίνεις κάθε πρωί στην αίθουσα κι αντικρίζεις είκοσι ζευγάρια ματάκια να σε κοιτούν με απορία, το νιώθεις˙ δεν είσαι εσύ ο δάσκαλος και ο παιδαγωγός τους. Ο δάσκαλος κι ο παιδαγωγός βρίσκεται έξω απ’ το σχολειό˙ δάσκαλος είναι η μεγάλη απάτη της μικρής οθόνης και παιδαγωγοί είναι οι ρητορεύοντες για το περιβάλλον, την πείνα, την αρρώστια και την ειρήνη την ίδια στιγμή που οι ίδιοι ρυπαίνουν, στερούν, ιοφορούν και μαχαιροφορούν. Στόχος, έγινε το -με οικογενειακή έγκριση- λίκνισμα σε πασαρέλες “παιδικών καλλιστείων” με σκοπό τις πλαστικές τρυφάλειες. Επιτυχημένοι, θεωρούνται οι ιοπάρειοι κούροι και κούρες που παπαρίζουν κορώνες και κορδακίζουν τα κορμάκια τους -με κρατική συμμετοχή- σε “διαγωνισμούς junior” για πλαστικές κορώνες. Αξία, αποτελεί η εφηβική εφόρμηση σε τηλεοπτικές “Ακαδημίες” και τηλεοπτικούς “καθ-ηγητές” για φήμη εφήμερη –ύβρις στον Ακάδημο, τον Πλάτωνα και τα σχολειά. Ιδανικό, κατάντησε η “εθνική υπερηφάνεια” ν’ ανθολογεί με πλαστικά πέταλα στα πέταλα των Φλαβιανών και των Κολοσσαίων για να καρποφορεί το πλαστικό χρήμα στα ταμεία του κρατικού τζόγου. Οι ευχές και οι ευλογίες Πατριαρχών κι Αρχιεπισκόπων συνοδεύουν τους λυμεώνες των ωρών και των ημερών της τρυφερής ηλικίας. Οι έπαινοι και τα συγχαρητήρια Προέδρων Δημοκρατιών και Πρωθυπουργών επιδοκιμάζουν τη δοκιμασία κι επισφραγίσουν την επιτυχία της οδυνηρής τούτης παραζάλης. Δε γνωρίζω κανέναν ποιητή -αν εξαιρέσει κανείς τα δύο Νόμπελ- που να πέρασε το κατώφλι των Μεγάρων για απόδοση τιμής και αναγνώρισης. Πώς μπορεί άλλωστε; Στον ουρανίσκο των ταγών μας οι ποιητές είναι λαπάδες. Λαπάς ο Μανόλης Αναγνωστάκης στους Νέους της Σιδώνας, λαπάς ο Μιχάλης Κατσαρός στην Διαθήκη του, λαπάς ο Διονύσης Καψάλης στο Θ΄ του Πρώτου Βιβλίου του, για να μνημονεύσω μόνο τους νεότερους.





[1] Αναφέρομαι τόσο στα νομικά κείμενα (Εθνικά και Ευρωπαϊκά), όσο και θεωρητικά των επιστημών της Αγωγής, όπου περιγράφονται οι σκοποί της Παιδείας.

[2] Αναφέρομαι στην ανάλυση του λόγου από φιλοσοφική και γλωσσολογική πλευρά (Chomsky N., Goffmaan E., Moscovici, Potter J., Austin αλλά, και κυρίως, για τη Θεωρία των Καθορισμένων Περιγραφών του B. Russell και τις Φιλοσοφικές Έρευνες του Wittgenstein).

[3]

Όσοι το χάλκεον χέρι

βαρύ του φόβου αισθάνονται,

ζυγόν δουλείας, ας έχωσι˙

θέλει αρετήν και τόλμην

η ελευθερία


Αυτή (και ο μύθος κρύπτει

νουν αληθείας) επτέρωσε

τον Ίκαρον˙ και αν έπεσεν

ο πτερωθείς κ’ επνίγη

θαλασσωμένος˙


Αφ’ υψηλά όμως έπεσε,

και απέθανεν ελεύθερος. ─

Αν γένης σφάγιον άτιμον

ενός τυράννου, νόμιζε

φρικτόν τον τάφον.



[4] Ελύτη, Ο., Το Άξιον Εστί (Η Γένεσις – Ύμνος Δεύτερος):

"Και στις πέτρες μέσα τράβηξε κλωστές

κι απ’ τα σπλάχνα της γης ανέβασε σχιστόλιθο

ένα γύρο σ’ όλη την πλαγιά τα πλατιά στερέωσε σκαλοπάτια

Εκεί μόνος απίθωσε

Κρήνες λευκές μαρμάρινες

μύλους ανέμων

τρούλους ρόδινους μικρούς

και ψηλούς διάτρητους περιστεριώνες

Αρετή με τις τέσσερεις ορθές γωνίες"

Βλ. τη διαίρεση των αρετών στην Ιστορία του Ελλ. Έθνους, τ. Γ2, σ. 505



[5] “γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι, κι όταν

είναι πτωχοί, πάλ’ εις μικρόν γενναίοι”

[6] "Έκαμε κρυφά το σημείον του σταυρού επί της καρδίας, από μέσα από το υποκάμισον του. Ενθυμήθη και είπε τρεις φορές το “Κύριε Ιησού Χριστέ”, οπού του το είχε μάθει, όταν ήταν μικρός, η μήτηρ του, και αυτός έκτοτε το είχε ξεχάσει. Είπεν: “Ας πάγη, η φτωχή, να ζήση με τον άνδρα της! Με γεια της και με χαρά της!”. "Κατέστειλε το πάθος, επραΰνθη, κατενύγη, έκλαυσε κ’ εφάνη ήρως εις τον έρωτά του — έρωτα χριστιανικόν, αγνόν, ανοχής και φιλανθρωπίας." (Ήρως – Έρως)

[7] Ευριπίδη, Ιφιγένεια εν Ταύροις, στ.

[8] Σεφέρη, Ευριπίδης ο Αθηναίος

[9] Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι «πολλοί χρεωστούσαν την ελευθερία τους στον Ευριπίδη, γιατί αρκετοί από εκείνους που σώθηκαν και επέστρεψαν στην Αθήνα, χαιρετούσαν με ευγνωμοσύνη τον Ευριπίδη και άλλοι διηγούνταν, ότι απελευθερώθηκαν επειδή απήγγειλαν όσα από τα ποιήματά του θυμόντουσαν, άλλοι ότι μετά τη μάχη, δραπέτες, βρήκαν τροφή και νερό επειδή τραγουδούσαν τραγούδια του».[Πελεκίδης Χρύσης, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Γ1, Εκδοτική Αθηνών, σ. 263.]

[10] Απ’ το στίχο του Σεφέρη.

[11] Brunel P. - Pichois C. - Rousseau A.M., Τι είναι η συγκριτική γραμματολογία, μετ. Αγγελάτος Δ., Εκδ. Πατάκη, Αθήνα 1998, σ. 96.

[12] Δάσκαλος της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στις “Εποχές” της εφημερίδας “Το Κυριακάτικο Βήμα”, μετά την τελευταία επίσκεψη του Ντεριντά στη Ελλάδα.

[13] Σεφέρης Γ., Δοκιμές, τ. Α΄, Εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 51984, σ. 100.





* "Κάποια στοιχεία από το αρχείο μου το κρατά ως ιδιοκτησία ο Ηλίας Αναγνώστου".
Λιαντίνης

Τρίτη, Δεκεμβρίου 09, 2008

ΤΟ ΝΑΥΑΓΙΟ ΤΗΣ "ΚΙΧΛΗΣ"

"Το ξύλο αυτό που δρόσιζε το μέτωπό μου
τις ώρες που το μεσημέρι πύρωνε τις φλέβες
σε ξένα χέρια θέλει ανθίσει. Πάρ' το, σου το χαρίζω΄
δες, είναι ξύλο λεμονιάς..."
Άκουσα τη φωνή
καθώς εκοίταζα στη θάλασσα να ξεχωρίσω
ένα καράβι που το βούλιαξαν εδώ και χρόνια΄
το 'λεγαν "Κίχλη"΄ένα μικρό ναυάγιο΄τα κατάρτια,
σπασμένα, κυματίζανε λοξά στο βάθος, σαν πλοκάμια
ή μνήμη ονείρων, δείχνοντας το σκαρί του
στόμα θαμπό κάποιου μεγάλου κήτους νεκρού
σβησμένο στο νερό. Μεγάλη απλώνουνταν γαλήνη.

Κι άλλες φωνές σιγά-σιγά με τη σειρά τους
ακολουθήσαν΄ψίθυροι φτενοί και διψασμένοι
που βγαίναν από του ήλιου τ' άλλο μέρος, το σκοτεινό΄
θα 'λεγες γύρευαν να πιούν αίμα μια στάλα΄
ήτανε γνώριμες μα δεν μπορούσα να τις ξεχωρίσω.
Κι ήρθε η φωνή του γέρου, αυτή την ένιωσα
πέφτοντας στην καρδιά της μέρας
ήσυχη, σαν ακίνητη:
"Κι α με δικάσετε να πιώ φαρμάκι, ευχαριστώ΄
το δίκιο σας θα 'ναι το δίκιο μου΄ πού να πηγαίνω
γυρίζοντας σε ξένους τόπους, ένα στρογγυλό λιθάρι.
Το θάνατο τον προτμώ΄
ποιος πάει για το καλύτερο ο θεός το ξέρει".

Χώρες του ήλιου και δεν μπορείτε ν' αντικρίσετε τον ήλιο.
Χώρες του ανθρώπου και δεν μπορείτε ν' αντικρίσετε τον
άνθρωπο.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ [Πόρος, "Γαλήνη", 31 του Οχτώβρη 1946]

Αντί σχολίου...

ΣΤΑΘΙ ΚΑΙ ΟΙΚΤΙΡΟΝ

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 08, 2008

Καλώς ήλθατε...

Η δημιουργία αυτού του ιστολόγιου είναι μία ακόμη προσπάθεια συνάντησης μέσα από τις τεχνολογίες πληροφορίας και επικοινωνίας. Μία προσπάθεια που μπορεί να έχει και τη δική σας βοήθεια. Στο χώρο αυτό σας καλώ να συζητάμε και να προβληματιζόμαστε. Τα θέματα θα προκύπτουν από τις ευκολίες ή τις δυσκολίες της ζωής...